- ὑποκυματίζουσιν
- ὑποκυματίζωcause to surgepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑποκυματίζωcause to surgepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκυματίζω — Α 1. προξενώ ελαφρύ κυματισμό 2. (αμτβ.) κυματίζοντας συναντιέμαι με κάποιον («ὑποκυματίζουσιν ἀλλήλοις, ἄλλος ἄλλῳ ἐπινέοντες [θύννοι]», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek